Библия » Номера Стронга для НЗ » назад » G1295: διασῴζω

« G1294

G1295: διασῴζω

G1296 »
Часть речи: Глагол
Значение слова διασῴζω:

1. спасать;
2. сохранять, хранить, приберегать, блюсти, препровождать;
3. исцелять.

Оригинальная статья из Strong Dictionary:

From G1223 (dia) and G4982 (sozo); to save thoroughly, i.e. (by implication or analogy) to cure, preserve, rescue, etc. — bring safe, escape (safe), heal, make perfectly whole, save.

Транслитерация:
диасозо / diasṓzō

Произношение:
дьясо́зо / dee-as-odze'-o

старая версия:


Варианты синодального перевода:

спаслись (2), исцелялись (1), исцелить (1), препроводить (1), спасти (1), Спасшись (1), спасшегося (1).

Варианты в King James Bible (9):

safe, save, saved, whole, heal, escaped

Варианты в English Standard Version (6):

was saved, we were safely ashore, [and] heal, were healed, to take [him] safely, were saved, to spare, was brought safely

Варианты в New American Standard Bible (16):

cured, saved, through, save, brought, bring, safely, life

Варианты в греческом тексте:

διασωθέντα, διασωθέντες, διασωθῇ, διασωθῆναι, διασωθῇς, διασωθῶσιν, διασῶσαι, διασωσάτω, διασώσῃ, διασώσω, διεσώθησαν, διέσωσέν


Используется в Новом Завете 8 раз в 8 стихах   — показать где используется в НЗ ×
Данные на основе Textus Receptus, Stephanus 1550.

Словари: Дворецкого Abbott-Smith Liddell-Scott-Jones Moulton-Milligan Thayer's Vine's скрыть
Родственные слова:
G1223 — διά;
G88 — ἀδιάλειπτος;
G592 — ἀποδιορίζω;
G1224 — διαβαίνω;
G1225 — διαβάλλω;
G1226 — διαβεβαιόομαι;
G1227 — διαβλέπω;
G1229 — διαγγέλλω;
G1230 — διαγίνομαι;
G1231 — διαγινώσκω;
G1232 — διαγνωρίζω;
G1234 — διαγογγύζω;
G1235 — διαγρηγορέω;
G1236 — διάγω;
G1237 — διαδέχομαι;
G1238 — διάδημα;
G1239 — διαδίδωμι;
G1241 — διαζώννυμι;
G1244 — διαιρέω;
G1245 — διακαθαρίζω;
G1246 — διακατελέγχομαι;
G1251 — διακούομαι;
G1252 — διακρίνω;
G1254 — διακωλύω;
G1255 — διαλαλέω;
G1256 — διαλέγομαι;
G1257 — διαλείπω;
G1259 — διαλλάσσω;
G1260 — διαλογίζομαι;
G1262 — διαλύω;
G1263 — διαμαρτύρομαι;
G1264 — διαμάχομαι;
G1265 — διαμένω;
G1266 — διαμερίζω;
G1268 — διανέμω;
G1269 — διανεύω;
G1270 — διανόημα;
G1271 — διάνοια;
G1272 — διανοίγω;
G1273 — διανυκτερεύω;
G1274 — διανύω;
G1275 — διαπαντός;
G1276 — διαπεράω;
G1277 — διαπλέω;
G1278 — διαπονέω;
G1279 — διαπορεύομαι;
G1280 — διαπορέω;
G1281 — διαπραγματεύομαι;
G1282 — διαπρίω;
G1283 — διαρπάζω;
G1284 — διαῤῥήσσω;
G1285 — διασαφέω;
G1286 — διασείω;
G1287 — διασκορπίζω;
G1288 — δεασπάω;
G1289 — διασπείρω;
G1291 — διαστέλλομαι;
G1294 — διαστρέφω;
G1298 — διαταράσσω;
G1299 — διατάσσω;
G1300 — διατελέω;
G1301 — διατηρέω;
G1302 — διατί;
G1303 — διατίθεμαι;
G1304 — διατρίβω;
G1305 — διατροφή;
G1306 — διαυγάζω;
G1307 — διαφανής;
G1308 — διαφέρω;
G1309 — διαφεύγω;
G1310 — διαφημίζω;
G1311 — διαφθείρω;
G1314 — διαφυλάσσω;
G1315 — διαχειρίζομαι;
G1316 — διαχωρίζομαι;
G1326 — διεγείρω;
G1327 — διέξοδος;
G1329 — διερμηνεύω;
G1330 — διέρχομαι;
G1331 — διερωτάω;
G1334 — διηγέομαι;
G1336 — διηνεκές;
G1338 — διΐκνέομαι;
G1339 — διΐστημε;
G1340 — διΐσχυρίζομαι;
G1352 — διό;
G1353 — διοδεύω;
G1357 — διόρθωσις;
G1358 — διορύσσω;
G1360 — διότι;
G1368 — διῦλίζω;
G1555 — ἐκδιηγέομαι;
G4982 — σώζω;
G810 — ἀσωτία;
G4983 — σῶμα;
G4986 — Σώπατρος;
G4988 — Σωσθένης;
G4990 — σωτήρ;
G4998 — σώφρων;
Похожие слова в Ветхом Завете:
H2421 — חָיָה (khaw-yaw');
H3467 — יָשַׁע (yaw-shah');
H4422 — מָלַט (maw-lat');
H6245 — עָשַׁת (aw-shath');
H6403 — פָּלַט (paw-lat');
H8277 — שָׂרַד (saw-rad');

© 2016−2024, сделано с любовью для любящих и ищущих Бога.